- ὑπόσπληνος
- ὑπόσπληνοςsuffering in the spleenmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόσπληνος — ον, Α αυτός που πάσχει από νόσο τής σπλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σπληνος (< σπλήν, ηνός), πρβλ. ἐπί σπληνος] … Dictionary of Greek
ὑποσπλήνοις — ὑπόσπληνος suffering in the spleen masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσπλήνῳ — ὑπόσπληνος suffering in the spleen masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόσπληνοι — ὑπόσπληνος suffering in the spleen masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσπληνίζομαι — Α [ὑπόσπληνος] 1. επιθέτω έμπλαστρο ή επίδεσμο στα τραύματά μου 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπεσπληνιασμένον ὑποπιασμένον ἢ πεποικιλμένον» … Dictionary of Greek